φαλαγγηδον

φαλαγγηδον
    φαλαγγηδόν
    φᾰλαγγη-δόν
    adv. фалангами, колоннами, в сомкнутом строю
    

(προχέεσθαι Hom.; στρέφεσθαι Polyb.; μάχεσθαι Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαλαγγηδον" в других словарях:

  • φαλαγγηδόν — in phalanxes indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγηδόν — ΝΑ επίρρ. κατά φάλαγγες («φαλαγγηδὸν ἐμάχοντο», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, αγγος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • όρδινον — ὄρδινον, τὸ (Α) (στο Βυζ.) γραμμή, ζυγός στρατιωτών τοποθετημένων διαδοχικά τού ενός πίσω από τον άλλο, φαλαγγηδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordo, inis «τάξη στρατιωτών, σειρά, τάξη»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»